σχιστός

σχιστός
σχιστός, -ή, -ό και σκιστός, -ή, -ό
αυτός που έχει σχισμή: Φοράει σχιστό σακάκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σχιστός — cloven masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστός — ή, ό / σχιστός, ή, όν, ΝΑ, και σκιστός, ή, ό, Ν [σχίζω] 1. χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή οδός» σημερινή ονομασία τού δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο) 2 …   Dictionary of Greek

  • σχιστά — σχιστός cloven neut nom/voc/acc pl σχιστά̱ , σχιστός cloven fem nom/voc/acc dual σχιστά̱ , σχιστός cloven fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστῶν — σχιστός cloven fem gen pl σχιστός cloven masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστόν — σχιστός cloven masc acc sg σχιστός cloven neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχισταῖς — σχιστός cloven fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχισταί — σχιστός cloven fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστοῖς — σχιστός cloven masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστοί — σχιστός cloven masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστοῦ — σχιστός cloven masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”